συνακροώμαι

συνακροώμαι
-άομαι, ΜΑ [ἀκροῶμαι]
ακούω κάποιον μαζί με άλλους (α. «παρὰ τῷ ἰδίῳ καταδικαζέσθωσαν μητροπολίτῃ, συνακροωμένων δύο ἐπισκόπων τῆς συνόδου», Αθαν. Σχολαστ.
β. «ξένοι τινὲς ἕπονται καὶ ξυνακροῶνται», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνακροατής — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνακροάτρια, Ν [συνακροῶμαι] ακροατής μαζί με άλλους μσν. αρχ. συμμαθητής …   Dictionary of Greek

  • συνακρόαση — η, Ν [συνακροώμαι] το να ακούει κανείς τη συνομιλία άλλων στη δική του τηλεφωνική γραμμή, λόγω βλάβης ή κακής λειτουργίας τών γραμμών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”